31/7/10

Τα ήσυχα βράδυα

Έτσι φτιάχνουμε με τον κώστα τους χάρτες μας..
Μου δίνει ένα - ένα τα στοιχεία:

- Συντεταγμένες…Γράφεις;
- Ναι γράφω..

- Πρόσεχε ! απόκλιση…..
- Ναι!

- Απόσταση…
- Ναι…ναι απόσταση..

- Ωρίωνας : Μ42.. το σημείωσες;
- Μ42 … ναι!

Λέει ο κώστας.. κάνω πως σημειώνω εγώ..
Τι να σημειώσω εξ άλλου.. αφού ξέρω πως ο Ωρίωνας στις τρείς το πρωί
είναι πάνω απ την πολυκατοικία της Γιούλης.. η ζώνη του σε ευθεία με το σκοινί της απλώστρας..

Η μικρή άρκτος στις 03:28 ακουμπάει την ρόζ μπουκαμβίλια..
Και η Αφροδίτη παίζει κυνηγητό με τον ήλιο
πάνω απ την αγορά της γειτονιάς μας αργά το απόγευμα..

- Ελααα! Κοιμήθηκες ; πάμε για τον Λεϊερ..
- Πάμε Ιβάν… εε! Τάσο…εεεε! κώστα..

Τί καημός και τούτος ! πάντα  να μπερδεύω τα ονόματα παιδιών και σκυλιών .




9/7/10

8/7/10

- Εν Αυλίδι -



Ψίτ! Φιλενάδα!! εσένα λέω.. σε μερικές ώρες από τώρα θα ξυπνήσεις
Άκου με σαν πίνεις το καφεδάκι σου κάτω απ τη δάφνη της αυλής σου ..να υποθέσω;
Η μου την κοπάνησες για καμιά εκδρομούλα, που ναι σου αξίζει, αλλά φταίω να σου ευχηθώ να περάσεις όπως πέρασα εγώ στην τελευταία μου; Χέ! Χέ! Γιατί τι φιλενάδες είμαστε αν δεν μοιραζόμαστε τα πάντα; Χμμμ! (Όσα πρέπει!)
Και εγώ γλυκό μου ,για εκδρομή ξεκίνησα πριν μερικές μέρες αλλά για χάρη σου (εν μέρη) αυτή μετατράπηκε σε εβδομάδα των παθών .
Καθόλου μη με κοιτάς με το αθώο σου βλέμμα …και πρόσεχε! Έχυσες τον καφέ πάνω σου!!
Θυμάσαι ένα σκυλάκι που με τη δική σου προτροπή με πήρε υπό την προστασία του;
Ένα πονηρό αναιδέστατο που νομίζει τους ώμους μου και το κεφάλι μου για τραπέζι και όλα του τα κόκαλα και τα μπισκότα εκεί τα τρώει;
Για τον Κώστα σου μιλάω ρε! Μη μου κάνεις την ανήξερη..
Πήρα λοιπόν τον Κώστα , τις βαλίτσες, και τη μάνα μου ( το θετικό της κακής νοσοκομειακής περίθαλψης είναι ότι σαν αρρωστήσουν οι συγγενείς μας έρχονται στην Αθήνα και έτσι βλεπόμαστε που και πού ) και κινήσαμε ένα πρωί σαν γερακίνες για την Αυλίδαααααα…..
Να μη στα πολυλογώ ..ο Κώστας τσακωνόταν μεσα στο αυτοκίνητο με την μάννα μου σαν ο σκύλος με τη γάτα.. Η γερακίνα (η μάνα μου) ήθελε το παράθυρο κλειστό μη χαλάσουν τα μαλλιά της ..ο Κώστας το ήθελε ανοιχτό για να τον θαυμάζουν εγώ απ της φωνές τους δεν άκουγα τον μάγκα που με καθοδηγούσε για την διαδρομή και χάθηκα… Δεν θα σου πω για τις μούντζες που έφαγα πατώντας φρένο απότομα όταν ο Κώστας θυμήθηκε ότι πρέπει να φάει μπισκότο και όρμισε πάνω σον ώμο μου..
Σε λίγο για να με ηρεμίσει η "μεγάλη" άρχισε με ένα τάχα μου ήρεμο και αδιάφορο ύφος:
-Τα μάτια της κουζίνας τα έκλεισες;
-Ναι μαμά…
Μετά από 10 λεπτά
-Το θερμοσίφωνο;
-Ναι μαμά… ( όπως ξέρεις, όσο και σίγουρη να είμαι για κάτι τα πάντα είναι ικανά να με κάνουν να αμφιβάλλω)
Περνώντας τα τελευταία διόδια ήρθε σαν κεραυνός η επόμενη ερώτηση:
-Το νερό στο λάστιχο το έκλεισες;
Το είχα κλείσει; Έλα μου ντε!
Από κει και πέρα ναι φιλενάδα χάλασε η διάθεσή μου.. και μη βιαστείς να μου πεις δεν φταις για όλα αυτά. Γιατί ο Κώστας όταν φτάσαμε ερωτεύθηκε τη σκυλίτσα των φίλων μας αυτή δεν τον ήθελε και όλη μέρα μάλωναν ..
Οι γείτονες πάλι μάλωναν με μας γιατί τα σκυλιά ξυπνούσαν τα μωρά τους..
Έκανα το λάθος και τον πήγαινα κάθε πρωί στη θάλασσα Δεν έβγαινε από μέσα με τίποτα.. και δεν με άκουγε όταν του έλεγα ότι το νερό της θάλασσα δεν πίνεται.. Τσάκισε τα κορόμηλα που βρήκε κάτω απ τα δέντρα με τις γνωστές συνέπειες.. σε ξένο σπίτι.. Η γερακίνα με τις υπόλοιπες παίζοντας χαρτιά με κοίταζαν σα σκουπίδι και με κουτσομπόλευαν φωναχτά :
-Δεν είναι καλό ο άνθρωπος να μένει μόνος!
-Η κόρη της Λούλας ξανάφτιαξε τη ζωή της το μάθατε; ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΑΡΑ!
Η γερακίνα:
-Ε!!!! Εμείς τώρα που μεγαλώσαμε το παιδί μας ..πήραμε σκυλί !!!
Αλλά και το κοκαλάκι μου τη νύχτα φιλενάδα δεν το ξεκούρασα
Άκου την πρώτη νύχτα της Ελιάς εν Αυλίδι που συνεχίστηκε ίδια κι απαράλλαχτη για μια βδομάδα....να καταλάβεις.
Τα μάτια μου κλείνανε … Το μόνο που ήθελα να κοιμηθώ έστω και όρθια..
Έβαλαν ένα χαλάκι στο δωμάτιο μου για τον Κώστα για να τον απομονώσουμε απ τον χωρίς ελπίδα ερωτά του
Αυτός ήθελε να κοιμηθεί δίπλα μου..
Εγώ δεν θα είχα αντίρρηση αν ήμασταν σπίτι μας ( Μη βάλεις το σκυλί στο κρεβάτι και γίνουμε ρεζίλι σε ξένους ανθρώπους.. η γερακίνα!)
Επί μια ώρα ανέβαινε ο Κώστας στο κρεβάτι επί μια ώρα τον κατέβαζα εγώ.. μέχρι που πήρα το μαξιλάρι μου και κοιμήθηκα δίπλα του στο πάτωμα.. και εκεί ξύπνησα με πονεμένα κόκαλα ενώ ο Κώστας πάνω στο κρεβάτι μου ανάσκελος σαν πασάς.

Κάτι άλλα μικροπράγματα δεν κατόρθωσαν να με πτοήσουν
Όπως π।χ.η βουτιά στη θάλασσα της γερακίνας με τα ρούχα απ το βράχο που ρέμβαζε
Η που με υποχρέωνε να κάνω κάθε μέρα μπάνιο το κώστα για να τον αφήσει να την πλησιάσει..
Το μοναδικό ευχάριστο.. που το χάρηκα πραγματικά ήταν όταν 'εμαθα απ το τηλέφωνο ότι το νερό του λάστιχου στο μπαλκόνι το είχα κλείσει

Φιλενάδα σ’ αφήνω … και πρόσεχε… την επόμενη φορά που θα φύγω θα σου αφήσω τον Κώστα …η γερακίνα έχει φύγει μη τρομάζεις..

(Την παρακάτω φωτό του κώστα και της δικιάς του
που θα ζήλευε κάθε επαγγελματίας που σέβεται τον εαυτό του
δεν χρειάζεται να σου πώ ποιά την τράβηξε.. Ναί! ναί! αυτή!)



7/7/10

Τα θαύματα "ξανάνθησαν "και φέτος

Τα στάχια έγειραν το κεφάλι τους κοιτώντας περίεργα το μάρμαρο του μπαλκονιού.
Και το μοσχοσίταρο ξεράθηκε στη ζαρντινιέρα σκορπίζοντας το άρωμά του θαρρείς και τόσον καιρό, γι αυτό μεγάλωνε, για να μας κάνει γνωστή την παρουσία του με τον θάνατό του. Το σινάπι ξέφυγε τελείως και δεν έβλεπε την ώρα να ανταμώσει με το ξύδι και σαν μουστάρδα να μας ξανασυστηθεί

Η πιπερόριζα ποτέ δεν άνθησε και το κρίτταμο με την κάπαρη ποτέ δεν μας καταδέχτηκαν.
-Περήφανα φυτά μου είπε εκείνη..
-Δεν σπαταλούν τη ζωή τους όπως-όπως..

Το παιχνίδι άρχισε όταν πιτσιρίκι εγώ έμεινα με ανοιχτό το στόμα σαν βρέθηκα σ’ ένα μποστάνι λίγο παραέξω απ την Αθήνα॥ Ντράπηκα για την διαπίστωσή μου: Τα καρπούζια δεν φύτρωναν σαν τις πατάτες που από περιέργεια είχα φυτέψει στο μπαλκόνι μας
Εκείνη με κοίταξε με τρόμο στα μάτια της.
Αργότερα κατάλαβα πως ήταν ενοχή.

Τον επόμενο χρόνο άνθησαν θαύματα στίς γλάστρες…μικροσκοπικά.. αλλά θαύματα .. Σε πείσμα του μπετόν και του καυσαερίου
Τα μυστικά θαύματα που μόνο εκείνη ήξερε να κάνει που μου έγιναν κληροδότημα κι αυτά μαζί με παλιές νότες
Σαν μάγος μου φανέρωσε απ το καπέλο της τους μυστικούς κώδικες που αν τους ακολουθήσεις δεν έχεις γυρισμό
Οι δρόμοι τους σε οδηγούν στ αστέρια

Οι "Λαίδες" κι ο αλήτης

Και τώρα άντε σε άλλες γειτονιές
Τα κουδούνια στις πόρτες να χτυπήσετε
Σαν κακομαθημένη συμμορία που επίδειξη κάνει τα παιχνίδια της
σε μας που τα δικά μας τα φτιάχνουμε μόνοι.
Ξέρετε δεν χρειάζονται πολλά ..
μας φτάνει μια σανίδα. Που ξέρασε το κύμα..
τέσσερις ρόδες θα μου φτιάξει ο φίλος μου
και ευχή θα κάνω το βράδυ να βρω τα ρουλεμάν.
Μα το ταξείδι θα ειν δικό μου

Θα είναι φτιαγμένο από όνειρο, λαχτάρα, ελπίδα και θάλασσα
Γιατί σ’ αυτή τη γειτονιά που ήρθατε ντρεπόμαστε να παίξουμε με παιχνίδια σαν τα δικά σας॥ Δεν τα ζηλεύουμε.. τα έχουμε από καιρό κρύψει για να μην προκαλούμε τα παιδιά, έστω κι αν δεν τα αποκτήσαμε ελέω του «μπαμπά»
Να μην προκαλούμε τα παιδιά που μαζί σπάμε τα γόνατά μας
Που μαζί κλωτσάμε μια μπάλα από κουρέλια, και μαζί τρώμε ζεστό ψωμί με ζάχαρη και λάδι
Αφιερωμένο
στο φόρουμ (σιγά μη σας κάνω και σύνδεση) ..."Πίνδαροι δε-καρολόγοι"

1/7/10

Εβαλε ο θεός σημάδι

Από μέρες έδειχνε πως θα σηκώσει καιρό..
Κανένας μας δεν το πίστευε κι ’όμως κατά βάθος τα αδιάφορα και κατά συνθήκη αόριστα και διόλου ανησυχητικά λόγια μας έκρυβαν αυτό που φοβόμαστε..
Τα σύννεφα μας προειδοποιούσαν κάθε τόσο, μα εμάς το μάτι μας σε μια αχτίδα….όλη μας η ελπίδα.. Αγνοήσαμε τα σύννεφα.
Ακόμα και όταν τα δένδρα άρχισαν να λυγάνε, τα φύλλα τους να σκορπίζονται
κανένας δεν αναρωτήθηκε : Μα καλά πως πέφτουν τα πράσινα φύλλα;
Και περιμέναμε κάτω από έναν ουρανό που είχε αγγίξει τη γη και μας πίεζε
και όλο και πιο πολύ μέχρι που χωθήκαμε μέχρι τη μέση στο χώμα αλλά και πάλι αδιαφορήσαμε, γιατί το καινούργιο μας ανάστημα νομίζαμε πως το είχαν όλοι αφού για μέτρο παίρναμε αυτό που ήταν στη γη..

Και ξαφνικά σταμάτησαν όλα… ακόμα και τα λόγια των ανθρώπων..
Μόνο μερικά σκυλιά του δρόμου αλύχτησαν για λίγο σαν κάποιος να τους έδωσε γερή κλωτσιά και μετά τίποτα..
Τα πάντα ακίνητα.. στάσιμα σαν μια εικόνα που πάγωσε και το Delete που πατήσαμε απεγνωσμένα μας κοίταζε στα μάτια με ειρωνεία νομίζω.
Τότε μας έπιασε φόβος.
Τότε καταλάβαμε ότι δεν μπορούμε να ξαναδώσουμε κίνηση ακόμα και με κίνδυνο να χάσουμε τα πάντα Να γκρεμίσουμε τα πάντα.

Και μετά άρχισε να βρέχει.. να βρέχει ασταμάτητα μέρες , νύχτες .. μια βροχή που δεν την γνωρίζαμε.. ακόμα και η γη την έδιωχνε αρνούμενη να την χωνέψει.
Αλμυρή βροχή … που μας χτυπούσε κάνοντας το δέρμα μας να τραβιέται, να σκάει χωρίς ούτε καν τα χέρια μας να μπορούμε να υψώσουμε στους «Θεούς». Μια βροχή καυτή που έκανε το κορμί μας να λιγοστεύει να χάνεται..
Την τελευταία μου λέξη την άκουσα μόνο εγώ κι αυτή ή καυτή αλμυρή βροχή..
Η φωτογραφία από εδώ